παραλυτικός

παραλυτικός
παραλυτικός, ή, όν (παραλύω; Diosc. 1, 16; Vett. Val. 110, 34; 127, 21; Hippiatr. I 433, 6; Papiri letterari greci, ed. ACarlini et al. ’78, no. 32, 17: New Docs 3, 79; Just., A I, 22, 6) lame only subst. (ὁ) π. lame person, paralytic (Rufus [II A.D.] in Oribas. 8, 39, 8; Geopon. 8, 11) Mt 4:24; 8:6; 9:2ab, 6 (on Mt 8 and 9 s. JKingsbury, CBQ 40, ’79, 559–73); Mk 2:3–5, 9f; Lk 5:24 v.l.; J 5:3 D; AcPl [Ha 8, 37] /BMM verso, 11 παρ[αλυτι]κοὺς ἐγ[είρων].—PSchmidt, Die Geschichte Jesu II 1904, 205ff; 261.—DELG s.v. λύω. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραλυτικός — paralytic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικός — ή, ό, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλυση 2. αυτός που πάσχει από μία μορφή παραλύσεως («παραλυτικά άκρα») 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο παραλυτικός και η παραλυτική άτομο που πάσχει από παράλυση νεοελλ. 1. αυτός που επιφέρει,… …   Dictionary of Greek

  • παραλυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην παράλυση ή προκαλεί παράλυση: Ορισμένα φάρμακα έχουν παραλυτικές ενέργειες. 2. ως ουσ., αυτός που πάσχει από παράλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλυτικῶν — παραλυτικός paralytic fem gen pl παραλυτικός paralytic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικόν — παραλυτικός paralytic masc acc sg παραλυτικός paralytic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοῖς — παραλυτικός paralytic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοί — παραλυτικός paralytic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικοῦ — παραλυτικός paralytic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικούς — παραλυτικός paralytic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλυτικῷ — παραλυτικός paralytic masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • paralítico — ► adjetivo 1 MEDICINA De la parálisis. ► adjetivo/ sustantivo 2 MEDICINA Que carece de movilidad o sensibilidad en alguna parte del cuerpo: ■ la arquitectura urbanística no facilita el tránsito a los paralíticos. SINÓNIMO hemipléjico …   Enciclopedia Universal

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”